- ραντισιά
- η, Νη ποσότητα νερού ή άλλου υγρού που διασκορπίζεται με μια κίνηση ραντισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ραντισ- τού αορ. ράντισα τού ραντίζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. ριξ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθισιά — και καθησιά, η 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή τού καθίζω 2. το να κάθεται κάποιος στο τραπέζι για να φάει ή για να πιει 3. το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κάποιος για να φάει ή για να πιει («τρώει ένα αρνί στην καθισιά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek